Anonymous

μεσημέριος: Difference between revisions

From LSJ
24
(6_16)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεσημέριος''': -ον, = [[μεσημβρινός]], [[μεσαμέριον]], κατὰ τὴν μεσημβρίαν, Θεόκρ. 7. 21.
|lstext='''μεσημέριος''': -ον, = [[μεσημβρινός]], [[μεσαμέριον]], κατὰ τὴν μεσημβρίαν, Θεόκρ. 7. 21.
}}
{{grml
|mltxt=[[μεσημέριος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[μεσημβρινός]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>)<br /><b>βλ.</b> [[μεσημέρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από τη [[φράση]] [[μέση]] [[ἡμέρα]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[μέσον]] [[ήμαρ]]].
}}
}}