Anonymous

μεταχείριος: Difference between revisions

From LSJ
25
(6_17)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταχείριος''': -ον, ὁ εἰς χεῖρας, μ. [[ἔκδοτος]] Νόνν. μετάφρ. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ιθ΄, στίχ. 36· ἐπὶ δούλων, [[ὑποχείριος]], Συλλ. Ἐπιγρ. 3344. ΙΙ. ὁ ἄνω ἢ [[ὑπεράνω]] τῶν χειρῶν, χέων μ. [[ὕδωρ]] Νόνν. μετάφρ. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ιγ΄, στίχ. 8.
|lstext='''μεταχείριος''': -ον, ὁ εἰς χεῖρας, μ. [[ἔκδοτος]] Νόνν. μετάφρ. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ιθ΄, στίχ. 36· ἐπὶ δούλων, [[ὑποχείριος]], Συλλ. Ἐπιγρ. 3344. ΙΙ. ὁ ἄνω ἢ [[ὑπεράνω]] τῶν χειρῶν, χέων μ. [[ὕδωρ]] Νόνν. μετάφρ. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ιγ΄, στίχ. 8.
}}
{{grml
|mltxt=[[μεταχείριος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στα χέρια ή [[μεταξύ]] τών χεριών<br /><b>2.</b> ο [[πάνω]] στα χέρια («χέων μεταχείριον [[ὕδωρ]]», <b>Νόνν.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που βρίσκεται στην [[εξουσία]] κάποιου, [[υποχείριος]], [[δούλος]], [[σκλάβος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. [[μετά]] χειρός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[καταχείριος]], [[υποχείριος]]].
}}
}}