Anonymous

μετεωρισμός: Difference between revisions

From LSJ
25
(6_19)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μετεωρισμός''': -οῦ, ὁ, τὸ μετεωρίζειν, τῶν ποδῶν Ἀριστ. π. Ζ. Πορείας 12, 10, πρβλ. 15, 9. ΙΙ. [[σήκωμα]], ἐλαφρὸν ἐν τοῖς μ. Ἱππ. Προγν. 39· [[οἴδησις]], φούσκωμα, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 818. 2) [[ἔπαρσις]], [[φύσημα]] τῆς διανοίας, [[ὑπερηφανία]], μ. γνώμης ὁ αὐτ. ἐν 398. 47· - [[ὡσαύτως]] μετεώρισμα, τό, Ἡσύχ. ἐν λέξ. [[φρύαγμα]].
|lstext='''μετεωρισμός''': -οῦ, ὁ, τὸ μετεωρίζειν, τῶν ποδῶν Ἀριστ. π. Ζ. Πορείας 12, 10, πρβλ. 15, 9. ΙΙ. [[σήκωμα]], ἐλαφρὸν ἐν τοῖς μ. Ἱππ. Προγν. 39· [[οἴδησις]], φούσκωμα, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 818. 2) [[ἔπαρσις]], [[φύσημα]] τῆς διανοίας, [[ὑπερηφανία]], μ. γνώμης ὁ αὐτ. ἐν 398. 47· - [[ὡσαύτως]] μετεώρισμα, τό, Ἡσύχ. ἐν λέξ. [[φρύαγμα]].
}}
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[μετεωρισμός]]) [[μετεωρίζω]]<br /><b>1.</b> [[μετεώριση]], [[ανύψωση]] («μετεωρισμὸς τῶν ποδῶν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[οίδημα]], [[φούσκωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[διόγκωση]] του κοιλιακού χώρου που οφείλεται στην [[παρουσία]] μεγάλου όγκου αερίων στον στόμαχο ή στο [[έντερο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[αστεϊσμός]], [[πείραγμα]]<br /><b>2.</b> [[συζήτηση]] για [[κάτι]] μη πραγματικό, [[φαντασίωση]]<br /><b>3.</b> [[αναβολή]], [[αργοπορία]], [[χρονοτριβή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έπαρση]], [[υπερηφάνεια]]<br /><b>2.</b> [[εκδήλωση]] θεϊκής οργής («ἐπ' ἐμὲ ἐπεστηρίχθη ὁ [[θυμός]] σου καὶ πάντας τοὺς μετεωρισμοὺς σου ἐπήγαγες ἐπ' ἐμέ», ΠΔ)<br /><b>3.</b> η [[άνοδος]] και η [[έξοδος]] της ρίζας φυτού στην [[επιφάνεια]] της γης.
}}
}}