Anonymous

μήλειος: Difference between revisions

From LSJ
1,128 bytes added ,  29 September 2017
25
(Bailly1_3)
(25)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />de mouton, de brebis.<br />'''Étymologie:''' [[μῆλον]]¹.
|btext=ος, ον :<br />de mouton, de brebis.<br />'''Étymologie:''' [[μῆλον]]¹.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-α, -ο (Α [[μήλειος]], -ον, θηλ. και -εία)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[μηλιά]] ή προέρχεται από [[μηλιά]] («σπέρμασι μηλείοισι», <b>Νίκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ειος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κάπν</i>-<i>ειος</i>, <i>σύκ</i>-<i>ειος</i>)].———————— <b>(II)</b><br />[[μήλειος]], -ον, θηλ. και -εία (Α)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[πρόβατο]] ή προέρχεται από [[πρόβατο]], [[πρόβειος]] («μηλείων [[κρεῶν]]», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (ΙΙ) «[[πρόβατο]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ειος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λύγκ</i>-<i>ειος</i>)].
}}
}}