Anonymous

μετάπεμπτος: Difference between revisions

From LSJ
25
(Bailly1_3)
(25)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />mandé.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[μεταπέμπω]].
|btext=ος, ον :<br />mandé.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[μεταπέμπω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μετάπεμπτος]], -ον (Α) [[πεμπτός]]<br />[[εκείνος]] τον οποίο προσκάλεσε [[κάποιος]] να έλθει μέσω απεσταλμένου («παρῆσαν μετάμεμπτοι οἱ τῶν ἐθνέων τῶν σφετέρων τύραννοι», <b>Ηρόδ.</b>).
}}
}}