Anonymous

μηλοκτόνος: Difference between revisions

From LSJ
25
(6_18)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μηλοκτόνος''': -ον, ὁ φονεύων τὰ πρόβατα, Ἡσύχ. ἐν λέξ. οἰο(σ)φάγῳ σιδήρῳ.
|lstext='''μηλοκτόνος''': -ον, ὁ φονεύων τὰ πρόβατα, Ἡσύχ. ἐν λέξ. οἰο(σ)φάγῳ σιδήρῳ.
}}
{{grml
|mltxt=[[μηλοκτόνος]], -ον (Α)<br />αυτός που σκοτώνει πρόβατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (II) «[[πρόβατο]]» <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]] «[[σκοτώνω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μητρο</i>-[[κτόνος]].
}}
}}