Anonymous

μετωπιαῖος: Difference between revisions

From LSJ
25
(6_4)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μετωπιαῖος''': -α, -ον, ὁ ἐπὶ τοῦ μετώπου ἢ ἀνήκων εἰς αὐτό, Γαλην. τ. 12, σ. 476.
|lstext='''μετωπιαῖος''': -α, -ον, ὁ ἐπὶ τοῦ μετώπου ἢ ἀνήκων εἰς αὐτό, Γαλην. τ. 12, σ. 476.
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο (ΑΜ μετωπιαῑος, -αία, -ον)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή βρίσκεται στο [[μέτωπο]] (α. «μετωπιαίες κυψέλες» β. «μετωπιαίο [[οστό]]<br />γ. «[[μετωπιαίος]] μυς»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέτωπον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαίος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ονυχ</i>-<i>ιαίος</i>, <i>πλευρ</i>-<i>ιαίος</i>)].
}}
}}