Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μηρυκάζω: Difference between revisions

From LSJ
25
(6_5)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μηρυκάζω''': ἀναμασῶ(μαι), ἐπὶ τῶν μηρυκαζόντων ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 17, 8., 9. 50, 12, κ. ἀλλ.· τὰ μηρυκάζοντα, τὰ μηρυκαστικά, [[αὐτόθι]] 3. 21, 7· - οὕτω μηρυκίζω, Αἰλ. π. Ζ. 5. 42, Γαλην.· καὶ μηρυκάομαι, ἀποθετ., Πλουτ. Ρωμ. 4, πρβλ. Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτρ. 8.
|lstext='''μηρυκάζω''': ἀναμασῶ(μαι), ἐπὶ τῶν μηρυκαζόντων ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 17, 8., 9. 50, 12, κ. ἀλλ.· τὰ μηρυκάζοντα, τὰ μηρυκαστικά, [[αὐτόθι]] 3. 21, 7· - οὕτω μηρυκίζω, Αἰλ. π. Ζ. 5. 42, Γαλην.· καὶ μηρυκάομαι, ἀποθετ., Πλουτ. Ρωμ. 4, πρβλ. Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτρ. 8.
}}
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[μηρυκάζω]], Α και [[μαρυκάζω]], Μ και μαρουκάζω) (για τα χορτοφάγα ζώα) [[επαναφέρω]] την ήδη μασημένη [[τροφή]] στο [[στόμα]] και τήν ξαναμασώ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[επαναλαμβάνω]] στερεότυπα τα [[λόγια]] μου ή τα [[λόγια]] που [[κάποιος]] [[άλλος]] έχει ήδη πει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (το ουδ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὰ μηρυκάζοντα</i><br />τα μηρυκαστικά ζώα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Οι ενεστ. [[μηρυκάζω]], <i>μηρυκῶμαι</i> και [[μηρυκίζω]] [[είναι]] πιθ. παράγωγα ενός αμάρτυρου ουσ. σε -<i>κ</i>- ([[αλλά]] όχι του τ. [[μήρυξ]], το οποίο [[είναι]] νεώτερο τών [[μηρυκάζω]], <i>μηρυκῶμαι</i>, [[μηρυκίζω]]) ή, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], εκφραστικά παράγωγα ενός αμάρτυρου ενεστ. με [[επίθημα]] -<i>κω</i>- <i>μηρύ</i>-<i>κω</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μηρύομαι]] «[[συστέλλω]], [[περιτυλίγω]], [[μαζεύω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> [[ἐρύω]]: [[ἐρύκω]]].
}}
}}