3,277,301
edits
(6_10) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μητρωνῠμικός''': -ή, -όν, ([[ὄνομα]]) ὁ ὠνομασμένος κατὰ τὸ [[ὄνομα]] τῆς μητρός, πρβλ. [[πατρωνυμικός]], Ἐτυμ. Μέγ. 166. 11. Ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Πινδ. Π. 3, 118. | |lstext='''μητρωνῠμικός''': -ή, -όν, ([[ὄνομα]]) ὁ ὠνομασμένος κατὰ τὸ [[ὄνομα]] τῆς μητρός, πρβλ. [[πατρωνυμικός]], Ἐτυμ. Μέγ. 166. 11. Ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Πινδ. Π. 3, 118. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[μητρωνυμικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που σχηματίστηκε από το όνομα της μητέρας («μητρωνυμικά ονόματα»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μητρονυμικώς</i> και -<i>ά</i><br />με σχηματισμό από το όνομα της μητέρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]], <i>μητρός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ωνυμικός</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>ωνυμος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνυμα]], αιολ. τ. του <i>όνομα</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πατρ</i>-<i>ωνυμικός</i>. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»]. | |||
}} | }} |