Anonymous

μέτρημα: Difference between revisions

From LSJ
25
(Bailly1_3)
(25)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />part mesurée <i>ou</i> attribuée.<br />'''Étymologie:''' [[μετρέω]].
|btext=ατος (τό) :<br />part mesurée <i>ou</i> attribuée.<br />'''Étymologie:''' [[μετρέω]].
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[μέτρημα]]) [[μετρώ]]<br />η [[πράξη]] του [[μετρώ]], [[μέτρηση]], [[καταμέτρηση]] («τέλειωσα το [[μέτρημα]] τών φύλλων του [[ντοσιέ]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[περιουσία]] ή [[προίκα]] σε [[μετρητά]] («πήρε πολύ [[μέτρημα]]»)<br /><b>2.</b> [[υπολογισμός]], [[σχέδιο]]<br /><b>3.</b> [[λογαριασμός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δόση]], [[μερίδα]]<br /><b>2.</b> [[σιτηρέσιο]] στρατιωτών<br /><b>3.</b> μετρημένη [[απόσταση]]<br /><b>4.</b> [[μισθός]] στρατιωτών<br /><b>5.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τά μετρήματα</i><br />οι καταβολές σε [[είδος]].
}}
}}