Anonymous

μονογνώμων: Difference between revisions

From LSJ
25
(6_16)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μονογνώμων''': -ον, [[δύστροπος]], [[δύσκολος]], [[ἰδιογνώμων]], Διον. Ἁλ. 2. 12., 5. 71.
|lstext='''μονογνώμων''': -ον, [[δύστροπος]], [[δύσκολος]], [[ἰδιογνώμων]], Διον. Ἁλ. 2. 12., 5. 71.
}}
{{grml
|mltxt=[[μονογνώμων]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μία μόνο [[γνώμη]], [[ισχυρογνώμων]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[δύστροπος]]<br /><b>3.</b> αυτός που έχει απόλυτη [[εξουσία]], [[απολυταρχικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[γνώμων]] (<span style="color: red;"><</span> [[γνώμων]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ισχυρο</i>-[[γνώμων]].
}}
}}