3,270,325
edits
(Bailly1_3) |
(25) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />qui a le talent d’imiter, imitateur.<br />'''Étymologie:''' [[μιμέομαι]]. | |btext=ή, όν :<br />qui a le talent d’imiter, imitateur.<br />'''Étymologie:''' [[μιμέομαι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[μιμητικός]], -ή, -όν) [[μιμητής]]<br /><b>1.</b> [[επιτήδειος]] στο να μιμείται, [[ικανός]] στη [[μίμηση]] (α. «ο [[άνθρωπος]] [[είναι]] ζώο μιμητικό» β. «ὁ δὲ μιμητικὸς ποιητὴς δῆλον ὅτι οὐ πρὸς τὸ τοιοῡτον τῆς ψυχῆς πέφυκε», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η μιμητική</i><br />η [[τέχνη]] της μίμησης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[μίμηση]]<br /><b>2.</b> (για [[ουσία]]) αυτή της οποίας η [[χορήγηση]] προκαλεί [[διέγερση]] ορισμένων νεύρων και [[ιδίως]] τών συμπαθητικών και παρασυμπαθητικών. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μιμητικώς</i> και -<i>ά</i> (Α μιμητικῶς)<br />με τρόπο μιμητικό. | |||
}} | }} |