Anonymous

μιλιάριον: Difference between revisions

From LSJ
25
(Bailly1_3)
(25)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />vase de cuivre pour chauffer l’eau.<br />'''Étymologie:''' DELG -.
|btext=ου (τό) :<br />vase de cuivre pour chauffer l’eau.<br />'''Étymologie:''' DELG -.
}}
{{grml
|mltxt=[[μιλιάριον]], τὸ (Α, Μ μιλιάριν)<br /><b>1.</b> υψηλό χάλκινο [[σκεύος]], πλατύτερο στη [[βάση]] και στενότερο [[προς]] τα [[επάνω]], [[μέσα]] στο οποίο θερμαινόταν [[νερό]]<br /><b>2.</b> [[μιλιοδείκτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>miliarium</i> «[[θερμαντήρ]]». Ο τ. με τη δεύτερη σημ. <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>milliarium</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>mille</i>)].
}}
}}