Anonymous

μονόμαλλος: Difference between revisions

From LSJ
25
(6_16)
(25)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μονόμαλλος''': -ον, ἐκ μαλλοῦ μόνον, ὁλόμαλλος, [[μονόμαλλος]] χιτὼν Πάπυρ. Ὀξυρύγχ. ὑπὸ Grenfell καὶ Hunt 109, 2.
|lstext='''μονόμαλλος''': -ον, ἐκ μαλλοῦ μόνον, ὁλόμαλλος, [[μονόμαλλος]] χιτὼν Πάπυρ. Ὀξυρύγχ. ὑπὸ Grenfell καὶ Hunt 109, 2.
}}
{{grml
|mltxt=[[μονόμαλλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει κατασκευαστεί μόνο από [[μαλλί]], [[ολόμαλλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μαλλός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βαθυ</i>-<i>μαλλος</i>, <i>δασύ</i>-<i>μαλλος</i>)].
}}
}}