Anonymous

μιμητός: Difference between revisions

From LSJ
25
(Bailly1_3)
(25)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qu’il faut <i>ou</i> qu’on peut imiter.<br />'''Étymologie:''' [[μιμέομαι]].
|btext=ή, όν :<br />qu’il faut <i>ou</i> qu’on peut imiter.<br />'''Étymologie:''' [[μιμέομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] αραχνιδίων αρθροπόδων της οικογένειας mimetidae.———————— <b>(II)</b><br />-ή, -ό (Α [[μιμητός]], -ή, -όν) [[μιμούμαι]]<br />αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να μιμηθεί ή να παραστήσει<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που γίνεται [[κατά]] [[μίμηση]] («μιμητὰ τυπώματα», <b>[[Πολυδ]].</b>).
}}
}}