Anonymous

μοσχοτρόφος: Difference between revisions

From LSJ
25
(6_18)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μοσχοτρόφος''': -ον, ὁ τρέφων μόσχους, Ἡσύχ. ἐν λ. τιθηνός.
|lstext='''μοσχοτρόφος''': -ον, ὁ τρέφων μόσχους, Ἡσύχ. ἐν λ. τιθηνός.
}}
{{grml
|mltxt=[[μοσχοτρόφος]], -ον (Α)<br />(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που τρέφει μόσχους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόσχος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>τρόφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιππο</i>-<i>τρόφος</i>, <i>μηλο</i>-<i>τρόφος</i>].
}}
}}