Anonymous

μονομελής: Difference between revisions

From LSJ
25
(6_23)
(25)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μονομελής''': Ἰων. μουνο-, ές, ὁ ἔχων ἓν μόνον [[μέλος]], ἀποτελούμενος ἐξ ἑνὸς μόνου μέλους, Σιμπλίκ. in Philol. Mus. 2 σελ. 623.
|lstext='''μονομελής''': Ἰων. μουνο-, ές, ὁ ἔχων ἓν μόνον [[μέλος]], ἀποτελούμενος ἐξ ἑνὸς μόνου μέλους, Σιμπλίκ. in Philol. Mus. 2 σελ. 623.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (ΑΜ [[μονομελής]], -ές, Α ιων. τ. μουνομελής)<br />αυτός που αποτελείται από ένα μόνο [[μέλος]] («μονομελές δικαστήριο»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[μελής]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέλος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αρτι</i>-[[μελής]]].
}}
}}