Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μηχανικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Scottish Gaelic: seòlta, dèanadach;" to "Scottish Gaelic: seòlta, dèanadach; Spanish: habilidoso, capaz, ingenioso;"
(25)
m (Text replacement - "Scottish Gaelic: seòlta, dèanadach;" to "Scottish Gaelic: seòlta, dèanadach; Spanish: habilidoso, capaz, ingenioso;")
 
(28 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=michanikos
|Transliteration C=michanikos
|Beta Code=mhxaniko/s
|Beta Code=mhxaniko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">resourceful, inventive</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>4.3.1</span>, v.l. in <span class="bibl">Id.<span class="title">HG</span>3.1.8</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">D.S. 18.27</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> c. gen. rei, τῶν ἐπιτηδείων -ώτερος <span class="bibl">X.<span class="title">Lac.</span>2.7</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">of</b> or <b class="b2">for machines, mechanical</b>, ὄργανα μ. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1336a11</span>; αἱ . . κινήσεις αἱ μ. <span class="bibl">Id.<span class="title">Mech.</span> 848a14</span>; <b class="b3">μ. ἀποδείξεις</b> <b class="b2">in mechanics</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">APo.</span>76a24</span>: <b class="b3">μηχανικά, τά</b>, <b class="b2">the science of mechanics</b>, title of work ascribed to Aristotle: <b class="b3">-κή</b> (sc. <b class="b3">τέχνη</b>) <span class="bibl">Arist.<span class="title">Metaph.</span> 1078a16</span>, <span class="title">AP</span>9.807; μ. ποίημα <span class="bibl">Sotad.15.6</span>; μ. ἔργα <span class="bibl"><span class="title">PFlor.</span> 152.4</span> (iii A. D.): Subst. <b class="b3">μηχανικός, ὁ</b>, <b class="b2">engineer</b>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Per.</span>27</span>, <span class="bibl"><span class="title">Sammelb.</span>310</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">Callix.2</span>.</span>
|Definition=μηχανική, μηχανικόν,<br><span class="bld">A</span> [[resourceful]], [[inventive]], [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''4.3.1, [[varia lectio|v.l.]] in Id.''HG''3.1.8. Adv. [[μηχανικῶς]] [[Diodorus Siculus|D.S.]] 18.27.<br><span class="bld">2</span> c. gen. rei, τῶν ἐπιτηδείων μηχανικώτερος X.''Lac.''2.7.<br><span class="bld">II</span> [[of machines]] or [[for machines]], [[mechanical]], ὄργανα μ. Arist.''Pol.''1336a11; αἱ… κινήσεις αἱ μ. Id.''Mech.'' 848a14; μ. ἀποδείξεις in [[mechanics]], Id.''APo.''76a24: [[μηχανικά]], τά, the [[science of mechanics]], title of work ascribed to Aristotle: ἡ [[μηχανική]] (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]) [[Aristotle|Arist.]]''[[Metaphysics|Metaph.]]'' 1078a16, ''AP''9.807; μ. ποίημα Sotad.15.6; μ. ἔργα ''PFlor.'' 152.4 (iii A. D.): Subst. [[μηχανικός]], ὁ, [[engineer]], Plu.''Per.''27, ''Sammelb.''310. Adv. [[μηχανικῶς]] Callix.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0181.png Seite 181]] erfinderisch; vom Feldherrn, Xen. Mem. 3, 1, 6. 4, 7, 1; geschickt, kunstreich, Sp.; Maschinen betreffend, ἡ μηχανική, sc. [[τέχνη]], die Maschinenkunst, die Kunst durch Benutzung der Naturkräfte Maschinen zusammenzusetzen; auch ὄργανα μηχανικά, D. Sic. 17, 98.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0181.png Seite 181]] erfinderisch; vom Feldherrn, Xen. Mem. 3, 1, 6. 4, 7, 1; geschickt, kunstreich, Sp.; Maschinen betreffend, ἡ μηχανική, ''[[sc.]]'' [[τέχνη]], die Maschinenkunst, die Kunst durch Benutzung der Naturkräfte Maschinen zusammenzusetzen; auch ὄργανα μηχανικά, D. Sic. 17, 98.
}}
{{ls
|lstext='''μηχᾰνικός''': -ή, -όν, [[πλήρης]] ἐπινοιῶν, ἐφευρετικός, εὐφυής, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 1, Ἑλλ. 3. 1, 8. - Ἐπίρρ. -κῶς, Διόδ. 18. 27. 2) [[μετὰ]] γεν. πράγμ., ὡς τὸ [[μηχανητικός]], Ξεν. Λακ. 2. 7, ἐν τῷ συγκρ. -ώτερος. ΙΙ. ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μηχανάς, [[μηχανικός]], ὄργανα Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 17, 2. αἱ... κινήσεις αἱ μ. ὁ αὐτ. ἐν Μηχαν. ἐν τῷ προλόγῳ 9· μηχανικά, τά, ἡ [[ἐπιστήμη]] τῆς μηχανικῆς, περὶ ἧς ὁ Ἀριστ. ἔγραψε πραγματείαν· [[οὕτως]], ἡ -κὴ (ἐξυπ. [[τέχνη]]), ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλ. Ὑστ. 1. 9, 4, Ἀνθ. Π. 9. 807· - ὁ [[μηχανικός]], ἐφευρετικός, ἐπινοῶν, Πλουτ. Περικλ. 27.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />industrieux, habile à travailler, <i>gén;<br />Cp.</i> μηχανικώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[μηχανή]].
|btext=ή, όν :<br />industrieux, habile à travailler, <i>gén;<br />Cp.</i> μηχανικώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[μηχανή]].
}}
{{elru
|elrutext='''μηχᾰνικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[остроумный]], [[изобретательный]] Xen.;<br /><b class="num">2</b> [[ловкий]], [[искусный]] Xen.;<br /><b class="num">3</b> [[механический]], [[машинный]] (ὄργανα Diod.): τὰ Μηχανικά «[[Трактат о сооружении машин]]» (приписывавшийся прежде Аристотелю).<br /><b class="num">II</b> ὁ [[механик]], [[инженер]] Plut.
}}
{{ls
|lstext='''μηχᾰνικός''': -ή, -όν, [[πλήρης]] ἐπινοιῶν, ἐφευρετικός, εὐφυής, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 1, Ἑλλ. 3. 1, 8. - Ἐπίρρ. -κῶς, Διόδ. 18. 27. 2) μετὰ γεν. πράγμ., ὡς τὸ [[μηχανητικός]], Ξεν. Λακ. 2. 7, ἐν τῷ συγκρ. -ώτερος. ΙΙ. ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μηχανάς, [[μηχανικός]], ὄργανα Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 17, 2. αἱ... κινήσεις αἱ μ. ὁ αὐτ. ἐν Μηχαν. ἐν τῷ προλόγῳ 9· μηχανικά, τά, ἡ [[ἐπιστήμη]] τῆς μηχανικῆς, περὶ ἧς ὁ Ἀριστ. ἔγραψε πραγματείαν· [[οὕτως]], ἡ -κὴ (ἐξυπ. [[τέχνη]]), ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλ. Ὑστ. 1. 9, 4, Ἀνθ. Π. 9. 807· - ὁ [[μηχανικός]], ἐφευρετικός, ἐπινοῶν, Πλουτ. Περικλ. 27.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[μηχανικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις μηχανές ή αυτός που εκτελείται με μηχανές (α. «ὀργάνοις τισί μηχανικοῑς», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «[[μηχανική]] [[καλλιέργεια]]» γ. «[[μηχανική]] [[βλάβη]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[κίνηση]] τών φυσικών σωμάτων ή αυτός που γίνεται σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[μηχανικός]]<br />[[επιστήμονας]] ή [[ειδικός]] [[τεχνίτης]] που ασχολείται με την [[κατασκευή]], την [[εγκατάσταση]], τον χειρισμό ή και τη [[συντήρηση]] τών μηχανών («[[μηχανικός]] αεροπλάνου»)<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[μηχανική]]<br />[[κλάδος]] της φυσικής ο [[οποίος]] έχει ως [[αντικείμενο]] τη [[μελέτη]] της κίνησης και της ισορροπίας τών φυσικών σωμάτων υπό την [[επίδραση]] τών δυνάμεων που ασκούνται [[επάνω]] τους, [[καθώς]] και τα αίτια και τους νόμους που διέπουν την [[κίνηση]] αυτή<br />(α. «κλασική [[μηχανική]]» — [[κλάδος]] της μηχανικής που μελετά την [[κίνηση]] τών μακροσκοπικών σωμάτων, η οποία συντελείται με ταχύτητες μικρές σε [[σχέση]] με την [[ταχύτητα]] του φωτός<br />β. «κβαντική [[μηχανική]]» — [[κλάδος]] της φυσικής που μελετά τα φαινόμενα τα οποία συντελούνται σε ατομική και υποατομική [[κλίμακα]], όπου δρουν ειδικοί νόμοι που βασίζονται στην [[έννοια]] του κβάντου<br />γ. «ουράνια [[μηχανική]]» — [[κλάδος]] της αστρονομίας που μελετά τις κινήσεις τών ουράνιων σωμάτων υπό την [[επίδραση]] της παγκόσμιας έλξης)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που γίνεται [[χωρίς]] τη [[μεσολάβηση]] κριτικής σκέψης ή θέλησης, αυτός που γίνεται αυτομάτως, ενστικτωδώς (α. «έκανα [[ξαφνικά]] μια [[κίνηση]] [[τελείως]] [[μηχανική]]» β. «δίνει μηχανικές απαντήσεις [[χωρίς]] να σκέπτεται»)<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[μηχανικό]]<br /><b>στρ.</b> μάχιμο όπλο του στρατού ξηράς, που έχει ως [[καθήκον]] την [[κατασκευή]], [[αποκατάσταση]] ή και, σε [[περίπτωση]] ανάγκης, [[καταστροφή]] τών συγκοινωνιών, [[καθώς]] και την [[κατασκευή]] οχυρωματικών έργων, όπως και άλλων γενικότερων τεχνικών έργων ή την [[πραγματοποίηση]] υπονομευτικών αποστολών στο εχθρικό [[έδαφος]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μηχανική]] [[μνήμη]]» — [[μνήμη]] η οποία έχει ως [[αιτία]] ανάπλασης τών παραστάσεων τον συγχρονισμό και όχι την εσωτερική [[σχέση]] τών παραστάσεων<br />β) «[[μηχανικός]] εμπορικού ναυτικού» — ο [[υπεύθυνος]], σε ανάλογο επίπεδο διοίκησης, για τη [[λειτουργία]] τών κύριων μηχανών πρόωσης, τών ηλεκτρομηχανών και τών βοηθητικών μηχανημάτων του πλοίου<br />γ) «[[επιστήμη]] μηχανικού» — το [[σύνολο]] τών μεθόδων και τών τρόπων εφαρμογής της επιστήμης και τών επιτευγμάτων της με σκοπό την άριστη [[επεξεργασία]] τών φυσικών πόρων [[προς]] όφελος του ανθρώπου<br />δ) «[[πολιτικός]] [[μηχανικός]]» — [[επιστήμονας]] ο [[οποίος]] ασχολείται με τη [[σχεδίαση]] και την [[κατασκευή]] τεχνικών έργων, όπως λ.χ. κτηρίων, γεφυρών, [[οδών]]<br />ε) «[[μηχανικός]] [[εξοπλισμός]]» — γενική [[ονομασία]] όλων τών μηχανών οι οποίες υποκαθιστούν την ανθρώπινη [[εργασία]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[δόλιος]], [[ραδιούργος]]<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] κατασκευασμένος με σκοπό να εξαπατήσει<br /><b>3.</b> [[πολιορκητικός]]<br /><b>4.</b> φτειαχτός, [[τεχνητός]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[τέχνη]] [[μηχανική]]» — [[ραδιουργία]], [[δολοπλοκία]]<br /><b>6.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ μηχανικά</i><br />πολιορκητικοί τρόποι, [[μέσα]] πολιορκίας<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[επινοητικός]], [[εφευρετικός]], [[ευφυής]]<br /><b>αρχ.</b><br />(το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>Μηχανικά</i><br />[[τίτλος]] έργου του Αριστοτέλους το οποίο έχει ως [[αντικείμενο]] την επιστήμης της μηχανικής. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μηχανικώς</i> και -<i>ά</i> (ΑΜ μηχανικῶς)<br />με [[μηχανικό]] τρόπο, σύμφωνα με τους νόμους της μηχανικής<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτόματα, ενστικτωδώς, ασυναίσθητα<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />με τρόπο επιτήδεια απατηλό, με δόλο ή με [[πανουργία]]<br /><b>αρχ.</b><br />με [[επιδεξιότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μηχανή]]. Τη λ. δανείστηκε η λατ. (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>mechanicus</i>) και από αυτήν οι άλλες γλώσσες (<b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>mechanic</i>, γαλλ. <i>mecanique</i>)].
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[μηχανικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις μηχανές ή αυτός που εκτελείται με μηχανές (α. «ὀργάνοις τισί μηχανικοῖς», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «[[μηχανική]] [[καλλιέργεια]]» γ. «[[μηχανική]] [[βλάβη]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[κίνηση]] τών φυσικών σωμάτων ή αυτός που γίνεται σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[μηχανικός]]<br />[[επιστήμονας]] ή [[ειδικός]] [[τεχνίτης]] που ασχολείται με την [[κατασκευή]], την [[εγκατάσταση]], τον χειρισμό ή και τη [[συντήρηση]] τών μηχανών («[[μηχανικός]] αεροπλάνου»)<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[μηχανική]]<br />[[κλάδος]] της φυσικής ο [[οποίος]] έχει ως [[αντικείμενο]] τη [[μελέτη]] της κίνησης και της ισορροπίας τών φυσικών σωμάτων υπό την [[επίδραση]] τών δυνάμεων που ασκούνται [[επάνω]] τους, [[καθώς]] και τα αίτια και τους νόμους που διέπουν την [[κίνηση]] αυτή<br />(α. «κλασική [[μηχανική]]» — [[κλάδος]] της μηχανικής που μελετά την [[κίνηση]] τών μακροσκοπικών σωμάτων, η οποία συντελείται με ταχύτητες μικρές σε [[σχέση]] με την [[ταχύτητα]] του φωτός<br />β. «κβαντική [[μηχανική]]» — [[κλάδος]] της φυσικής που μελετά τα φαινόμενα τα οποία συντελούνται σε ατομική και υποατομική [[κλίμακα]], όπου δρουν ειδικοί νόμοι που βασίζονται στην [[έννοια]] του κβάντου<br />γ. «ουράνια [[μηχανική]]» — [[κλάδος]] της αστρονομίας που μελετά τις κινήσεις τών ουράνιων σωμάτων υπό την [[επίδραση]] της παγκόσμιας έλξης)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που γίνεται [[χωρίς]] τη [[μεσολάβηση]] κριτικής σκέψης ή θέλησης, αυτός που γίνεται αυτομάτως, ενστικτωδώς (α. «έκανα [[ξαφνικά]] μια [[κίνηση]] [[τελείως]] [[μηχανική]]» β. «δίνει μηχανικές απαντήσεις [[χωρίς]] να σκέπτεται»)<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[μηχανικό]]<br /><b>στρ.</b> μάχιμο όπλο του στρατού ξηράς, που έχει ως [[καθήκον]] την [[κατασκευή]], [[αποκατάσταση]] ή και, σε [[περίπτωση]] ανάγκης, [[καταστροφή]] τών συγκοινωνιών, [[καθώς]] και την [[κατασκευή]] οχυρωματικών έργων, όπως και άλλων γενικότερων τεχνικών έργων ή την [[πραγματοποίηση]] υπονομευτικών αποστολών στο εχθρικό [[έδαφος]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μηχανική]] [[μνήμη]]» — [[μνήμη]] η οποία έχει ως [[αιτία]] ανάπλασης τών παραστάσεων τον συγχρονισμό και όχι την εσωτερική [[σχέση]] τών παραστάσεων<br />β) «[[μηχανικός]] εμπορικού ναυτικού» — ο [[υπεύθυνος]], σε ανάλογο επίπεδο διοίκησης, για τη [[λειτουργία]] τών κύριων μηχανών πρόωσης, τών ηλεκτρομηχανών και τών βοηθητικών μηχανημάτων του πλοίου<br />γ) «[[επιστήμη]] μηχανικού» — το [[σύνολο]] τών μεθόδων και τών τρόπων εφαρμογής της επιστήμης και τών επιτευγμάτων της με σκοπό την άριστη [[επεξεργασία]] τών φυσικών πόρων [[προς]] όφελος του ανθρώπου<br />δ) «[[πολιτικός]] [[μηχανικός]]» — [[επιστήμονας]] ο [[οποίος]] ασχολείται με τη [[σχεδίαση]] και την [[κατασκευή]] τεχνικών έργων, όπως λ.χ. κτηρίων, γεφυρών, [[οδών]]<br />ε) «[[μηχανικός]] [[εξοπλισμός]]» — γενική [[ονομασία]] όλων τών μηχανών οι οποίες υποκαθιστούν την ανθρώπινη [[εργασία]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[δόλιος]], [[ραδιούργος]]<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] κατασκευασμένος με σκοπό να εξαπατήσει<br /><b>3.</b> [[πολιορκητικός]]<br /><b>4.</b> φτειαχτός, [[τεχνητός]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[τέχνη]] [[μηχανική]]» — [[ραδιουργία]], [[δολοπλοκία]]<br /><b>6.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ μηχανικά</i><br />πολιορκητικοί τρόποι, [[μέσα]] πολιορκίας<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[επινοητικός]], [[εφευρετικός]], [[ευφυής]]<br /><b>αρχ.</b><br />(το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>Μηχανικά</i><br />[[τίτλος]] έργου του Αριστοτέλους το οποίο έχει ως [[αντικείμενο]] την επιστήμης της μηχανικής. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μηχανικώς</i> και -<i>ά</i> (ΑΜ μηχανικῶς)<br />με [[μηχανικό]] τρόπο, σύμφωνα με τους νόμους της μηχανικής<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτόματα, ενστικτωδώς, ασυναίσθητα<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />με τρόπο επιτήδεια απατηλό, με δόλο ή με [[πανουργία]]<br /><b>αρχ.</b><br />με [[επιδεξιότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μηχανή]]. Τη λ. δανείστηκε η λατ. ([[πρβλ]]. λατ. <i>mechanicus</i>) και από αυτήν οι άλλες γλώσσες ([[πρβλ]]. αγγλ. <i>mechanic</i>, γαλλ. <i>mecanique</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μηχᾰνικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[γεμάτος]] από εναλλακτικά σχέδια, ευρηματικός, [[ιδιοφυής]], [[έξυπνος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. πράγμ., [[ικανός]] να προμηθεύει, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> γι' αυτόν που ανήκει ή αναφέρεται στις μηχανές, [[μηχανικός]], σε Αριστ.· ὁ [[μηχανικός]], [[εφευρέτης]] μηχανών, [[μηχανικός]], σε Πλούτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μηχᾰνικός, ή, όν<br /><b class="num">I.</b> [[full]] of [[resources]], [[inventive]], [[ingenious]], [[clever]], Xen.<br /><b class="num">2.</b> c. gen. rei, [[able]] to [[procure]], Xen.<br /><b class="num">II.</b> of or for machines, [[mechanical]], Arist.:— ὁ [[μηχανικός]] an [[engineer]], Plut.
}}
{{trml
|trtx====[[resourceful]]===
Afrikaans: vindingryk; Bulgarian: находчив, съобразителен; Chinese Mandarin: [[机灵的]], [[有辦法]], [[有办法]]; Dutch: [[vindingrijk]]; Finnish: neuvokas, kekseliäs; French: [[débrouillard]], [[futé]]; German: [[findig]], [[einfallsreich]]; Greek: [[πολυμήχανος]], [[επινοητικός]]; Ancient Greek: [[εὐμήχανος]], [[εὔπορος]], [[μηχανικός]], [[πολυμήχανος]], [[πόριμος]]; Hungarian: találékony, leleményes, ötletes, élelmes; Indonesian: banyak akal; Macedonian: снаодлив, досетлив; Polish: zaradny, pomysłowy; Portuguese: [[inventivo]], [[engenhoso]], [[habilidoso]], [[capaz]]; Russian: [[находчивый]], [[изобретательный]]; Scottish Gaelic: seòlta, dèanadach; Spanish: [[habilidoso]], [[capaz]], [[ingenioso]]; Swedish: fyndig, finurlig
}}
}}