Anonymous

μισθωτός: Difference between revisions

From LSJ
25
(T22)
(25)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=μισθωτοῦ, ὁ ([[μισθόω]]), [[one]] [[hired]], a [[hireling]]: [[Aristophanes]], [[Plato]], [[Demosthenes]], others; the Sept. for שָׂכִיר.)  
|txtha=μισθωτοῦ, ὁ ([[μισθόω]]), [[one]] [[hired]], a [[hireling]]: [[Aristophanes]], [[Plato]], [[Demosthenes]], others; the Sept. for שָׂכִיר.)  
}}
{{grml
|mltxt=και μιστωτός, -ή, -ό (ΑΜ [[μισθωτός]], -ή, -όν, Μ και μιστωτός, -ή, -όν) [[μισθώνω]]<br />αυτός που εισπράττει [[μισθό]] για την [[εργασία]] την οποία παρέχει, [[έμμισθος]] [[υπάλληλος]] ή [[εργάτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(νομ.)</b> (στη [[μίσθωση]] εργασίας) ο [[εκμισθωτής]], [[δηλαδή]] αυτός που [[είναι]] υποχρεωμένος να παρέχει τις υπηρεσίες του με [[μισθό]] ή [[ημερομίσθιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[μισθωτός]]<br />α) ο [[υπηρέτης]], ο [[βοηθός]]<br />β) (για στρατιώτες) ο [[μισθοφόρος]]<br />γ) (για πράκτορα ξένων ή κατάσκοπο) μίσθαρνο όργανο, πληρωμένος, [[βαλτός]].
}}
}}