Anonymous

μονογόνατος: Difference between revisions

From LSJ
25
(6_14)
(25)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μονογόνατος''': ὁ κατεσκευασμένος ἐκ τεμαχίου καλάμου ἔχοντος μόνον ἓν γόνυ, ἐπὶ γραφικοῦ καλάμου, Hell. J. 11, σ. 303.
|lstext='''μονογόνατος''': ὁ κατεσκευασμένος ἐκ τεμαχίου καλάμου ἔχοντος μόνον ἓν γόνυ, ἐπὶ γραφικοῦ καλάμου, Hell. J. 11, σ. 303.
}}
{{grml
|mltxt=[[μονογόνατος]], -ον (Α)<br />(για τον κάλαμο που χρησιμοποιούνταν στη [[γραφή]]) αυτός που [[είναι]] κατασκευασμένος από [[τεμάχιο]] με ένα μόνο [[γόνατο]], δηλ. έναν μόνο αρμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>γόνατον</i>].
}}
}}