Anonymous

μολυβδουργός: Difference between revisions

From LSJ
25
(6_15)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μολυβδουργός''': -όν, (*[[ἔργω]]) ὁ ἐργαζόμενος τὸν μόλυβδον, ἐργαζόμενος ἐπὶ μολύβδου, Γλωσσ., - μολυβουργός, Gremfell καὶ Hunt Πάπυρ. Ὀξυρρύγχ. 135, 8, 32, κλ.
|lstext='''μολυβδουργός''': -όν, (*[[ἔργω]]) ὁ ἐργαζόμενος τὸν μόλυβδον, ἐργαζόμενος ἐπὶ μολύβδου, Γλωσσ., - μολυβουργός, Gremfell καὶ Hunt Πάπυρ. Ὀξυρρύγχ. 135, 8, 32, κλ.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[μολυβδουργός]] και [[μολιβδουργός]], Μ [[μολυβουργός]])<br />[[τεχνίτης]] που κατεργάζεται τον μόλυβδο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόλυβδος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i>].
}}
}}