Anonymous

μονόλογος: Difference between revisions

From LSJ
25
(6_18)
 
(25)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''μονόλογος''': -ον, ὁ ὁμιλῶν [[μόνος]] καθ’ ἑαυτόν, Νικηφ. Πρεσβύτ. ἐν Χειρογρ. βίῳ Ἁγ. Ἀνδρέου τοῦ Σαλ.
|lstext='''μονόλογος''': -ον, ὁ ὁμιλῶν [[μόνος]] καθ’ ἑαυτόν, Νικηφ. Πρεσβύτ. ἐν Χειρογρ. βίῳ Ἁγ. Ἀνδρέου τοῦ Σαλ.
}}
{{grml
|mltxt=-ο (Μ [[μονόλογος]], -ον)<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[μονόλογος]]<br /> α) το να μιλά [[κάποιος]] [[μόνος]] του, [[ομιλία]] που απευθύνεται στο ίδιο το [[πρόσωπο]] που μιλά<br /> β) [[συνεχής]] [[ομιλία]] που δεν επιτρέπει σε άλλους συζητητές να λάβουν τον λόγο<br /> γ) μικρό σκηνικό [[έργο]] που παίζεται από έναν μόνο ηθοποιό<br /> δ) <b>φρ.</b> «[[θεατρικός]] [[μονόλογος]]» — [[μέρος]] θεατρικού έργου στο οποίο [[ένας]] από τους ηθοποιούς απευθύνεται [[προς]] τους θεατές ή εκθέτει τις σκέψεις του [[είτε]] [[μόνος]] του στη [[σκηνή]] [[είτε]] με [[παρουσία]] άλλων ηθοποιών οι οποίοι παραμένουν σιωπηλοί<br /> <b>μσν.</b><br /> αυτός που εκφωνείται [[μόνος]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>λογος</i>].
}}
}}