Anonymous

μολιβοσφιγγής: Difference between revisions

From LSJ
25
(6_7)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μολῐβοσφιγγής''': -ές, διὰ μολύβδου ἐσφιγμένος ἢ δεδεμένος, Ὀππ. Κ. 1. 155.
|lstext='''μολῐβοσφιγγής''': -ές, διὰ μολύβδου ἐσφιγμένος ἢ δεδεμένος, Ὀππ. Κ. 1. 155.
}}
{{grml
|mltxt=μολιβοσφιυγής, -ές (Α)<br />σφιγμένος ή συνδεδεμένος με μόλυβδο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόλιβος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σφιγγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σφίγγω]])].
}}
}}