Anonymous

ναρδόσταχυς: Difference between revisions

From LSJ
26
(6_22)
(26)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ναρδόσταχυς''': -υος, ὁ, ἴδε [[νάρδος]].
|lstext='''ναρδόσταχυς''': -υος, ὁ, ἴδε [[νάρδος]].
}}
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[ναρδόσταχυς]])<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] βαλεριανίδες της τάξης [[ρουβιώδη]] και από διάφορα είδη του οποίου λαμβάνονται έλαια που χρησιμοποιούνται από την [[αρχαιότητα]] [[ακόμη]] στην [[αρωματοποιία]] και στη [[φαρμακευτική]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νάρδος]] «[[είδος]] αρωματικού φυτού» <span style="color: red;">+</span> [[στάχυς]] (<b>πρβλ.</b> και λατ. <i>nardostachys</i>)].
}}
}}