Anonymous

μυροβάλανος: Difference between revisions

From LSJ
26
(Bailly1_3)
(26)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ἡ) :<br />myrobolan, sorte de parfum.<br />'''Étymologie:''' [[μύρον]], [[βάλανος]].
|btext=ου (ἡ) :<br />myrobolan, sorte de parfum.<br />'''Étymologie:''' [[μύρον]], [[βάλανος]].
}}
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[μυροβάλανος]])<br />[[είδος]] αρωματικού καρυδιού από το οποίο εξάγονται το βαλάνινο [[έλαιο]] και το οποίο, γενικά, χρησιμοποιούσαν οι μυρεψοί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρον]] <span style="color: red;">+</span> [[βάλανος]] «[[βελανίδι]]»].
}}
}}