Anonymous

νεάσιμος: Difference between revisions

From LSJ
26
(6_16)
(26)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεάσῐμος''': -ον, [[γεωργήσιμος]], ὃν πρέπει νὰ καλλιεργήσῃ τις [[πάλιν]], Γλωσσ.
|lstext='''νεάσῐμος''': -ον, [[γεωργήσιμος]], ὃν πρέπει νὰ καλλιεργήσῃ τις [[πάλιν]], Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=[[νεάσιμος]], -ον (Α) [<i>νεώ</i> (Ι)]<br />αυτός που μπορεί να καλλιεργηθεί εκ νέου, ο [[καλλιεργήσιμος]].
}}
}}