3,254,072
edits
(6_16) |
(26) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νεάσῐμος''': -ον, [[γεωργήσιμος]], ὃν πρέπει νὰ καλλιεργήσῃ τις [[πάλιν]], Γλωσσ. | |lstext='''νεάσῐμος''': -ον, [[γεωργήσιμος]], ὃν πρέπει νὰ καλλιεργήσῃ τις [[πάλιν]], Γλωσσ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νεάσιμος]], -ον (Α) [<i>νεώ</i> (Ι)]<br />αυτός που μπορεί να καλλιεργηθεί εκ νέου, ο [[καλλιεργήσιμος]]. | |||
}} | }} |