Anonymous

μυοδόχος: Difference between revisions

From LSJ
26
(6_12)
(26)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μυοδόχος''': Ἰων. -[[δόκος]], ον, ὁ δεχόμενος, κρύπτων μῦς, Νικ. Θηρ. 795 [ῡ ἐν ἄρσει].
|lstext='''μυοδόχος''': Ἰων. -[[δόκος]], ον, ὁ δεχόμενος, κρύπτων μῦς, Νικ. Θηρ. 795 [ῡ ἐν ἄρσει].
}}
{{grml
|mltxt=[[μυοδόχος]] και ιων. τ. [[μυοδόκος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δέχεται, που κρύβει ποντίκια<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[μυοδόχος]]<br />η [[τρύπα]] της φωλιάς του ποντικού, η [[ποντικότρυπα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μῦς</i>, <i>μυός</i> «[[ποντικός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>δόχος</i> / -[[δόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), <b>πρβλ.</b> [[ξενοδόχος]]].
}}
}}