3,277,206
edits
(6_10) |
(26) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ναρθηκία''': ἡ, μικρὸν καὶ χαμηλὸν [[εἶδος]] νάρθηκος, ferulago, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 2, 7. | |lstext='''ναρθηκία''': ἡ, μικρὸν καὶ χαμηλὸν [[εἶδος]] νάρθηκος, ferulago, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 2, 7. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (ΑΜ [[ναρθηκία]]) [[νάρθηξ]]<br />[[είδος]] φυτού συγγενούς με τον νάρθηκα το οποίο [[κατά]] την [[αρχαιότητα]] χρησιμοποιούνταν στην ιατρική για [[ακινητοποίηση]] μελών που υπέστησαν [[θλάση]]. | |||
}} | }} |