Anonymous

νεανισκύδριον: Difference between revisions

From LSJ
26
(6_21)
(26)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεᾱνισκύδριον''': τό, = [[νεανισκάριον]], Θεογνώστ. Κανόν. 126.
|lstext='''νεᾱνισκύδριον''': τό, = [[νεανισκάριον]], Θεογνώστ. Κανόν. 126.
}}
{{grml
|mltxt=[[νεανισκύδριον]], τὸ (Μ)<br />(συν. με υποτιμητική σημ.) [[νεανισκάριον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεανίσκος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ύδριον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λογ</i>-<i>ύδριον</i>)].
}}
}}