Anonymous

νοήμων: Difference between revisions

From LSJ
27
(Autenrieth)
(27)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=ονος: [[thoughtful]], [[discreet]]. (Od.)
|auten=ονος: [[thoughtful]], [[discreet]]. (Od.)
}}
{{grml
|mltxt=ον, αρσ. και νοήμονας (Α [[νοήμων]], -ον) [[νόημα]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ικανότητα]] να αντιλαμβάνεται, να σκέπτεται<br /><b>2.</b> [[ευφυής]], [[έξυπνος]]<br /><b>3.</b> [[συνετός]], [[μυαλωμένος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «το νοήμον κοινό»<br /><b>ειρων.</b> το κοινό που, [[κατά]] [[βάθος]], [[λίγα]] πράγματα καταλαβαίνει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ικανός]], [[επιτήδειος]], [[επιδέξιος]]<br /><b>2.</b> [[υγιής]] στο [[πνεύμα]] («οἴνῳ προσκείμενον παραφρονέειν καὶ οὐκ [[εἶναι]] νοήμονα», <b>Ηρόδ.</b>).
}}
}}