Anonymous

νεφριαῖος: Difference between revisions

From LSJ
27
(6_4)
(27)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεφριαῖος''': -α, -ον, = [[νεφρίδιος]], Διοσκ. 2. 87.
|lstext='''νεφριαῖος''': -α, -ον, = [[νεφρίδιος]], Διοσκ. 2. 87.
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α νεφριαῑος, -α, -ον)<br />αυτός που ανήκει στα νεφρά ή που προέρχεται από τα νεφρά («νεφριαῑον [[λίπος]]», <b>Διοσκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεφρός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μετωπ</i>-<i>ιαίος</i>].
}}
}}