3,271,156
edits
(6_19) |
(27) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νυκτοβάτης''': -ου, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ περιπατῶν τὴν νύκτα κοιμώμενος, μεταγεν. | |lstext='''νυκτοβάτης''': -ου, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ περιπατῶν τὴν νύκτα κοιμώμενος, μεταγεν. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, θηλ. -ις και -ισσα (Α [[νυκτοβάτης]] και [[νυκτιβάτης]] και δωρ. τ. νυκτιβάτας)<br />αυτός που σηκώνεται και περπατά τη [[νύχτα]], ενώ [[είναι]] κοιμισμένος, ο [[υπνοβάτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i> <span style="color: red;">+</span> -[[βάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>υπνο</i>-[[βάτης]]. Ο τ. [[νυκτιβάτης]] <span style="color: red;"><</span> <i>νυκτι</i>- του <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i> (<b>βλ.</b> ετυμολ. λ. [[νύχτα]])]. | |||
}} | }} |