Anonymous

ξενομανής: Difference between revisions

From LSJ
27
(6_7)
 
(27)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξενομανής''': -ές, ὁ ξενομανῶν, μεταγεν.
|lstext='''ξενομανής''': -ές, ὁ ξενομανῶν, μεταγεν.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ξενομανής]], -ές)<br />αυτός που θαυμάζει [[μέχρι]] μανίας τους ξένους και αποδέχεται ή μιμείται τις συνήθειες τους. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ξενομανώς</i><br />με [[ξενομανία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαίνομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>ιππο</i>-<i>μανής</i>, <i>χορο</i>-<i>μανής</i>].
}}
}}