ξυρίζω: Difference between revisions

27
(6_14)
(27)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξῠρίζω''': ξῠρίζομαι, μεταγεν. τύποι τοῦ ξυράω, Ἀλκίφρων 3. 66.
|lstext='''ξῠρίζω''': ξῠρίζομαι, μεταγεν. τύποι τοῦ ξυράω, Ἀλκίφρων 3. 66.
}}
{{grml
|mltxt=και [[ξουρίζω]] (Α [[ξυρίζω]]) [[ξυρόν]]<br />[[κόβω]] με [[ξυράφι]] ώς το [[δέρμα]] τις [[τρίχες]] διαφόρων [[μερών]] του σώματος, [[κυρίως]] του προσώπου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για παγερό άνεμο, [[ιδίως]] για τον βοριά) [[είμαι]] [[σφοδρός]] και [[παγερός]], [[πνέω]] με ψυχρές ριπές<br /><b>2.</b> [[ταλαιπωρώ]] κάποιον ακατάσχετα με [[φλυαρία]] και ψεύδη<br /><b>3.</b> [[πωλώ]] [[κάτι]] πολύ ακριβά («αυτό το [[μαγαζί]] ξυρίζει»).
}}
}}