3,274,831
edits
(SL_2) |
(27) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[νώνυμνος]] <br /> <b>1</b> [[nameless]] καὶ πάγον Κρόνου προσεφθέγξατο. [[πρόσθε]] γὰρ [[νώνυμνος]] βρέχετο πολλᾷ νιφάδι (byz.: [[νώνυμος]], νώνυμον codd.: νώνυμνον Turyn) (O. 10.51) | |sltr=[[νώνυμνος]] <br /> <b>1</b> [[nameless]] καὶ πάγον Κρόνου προσεφθέγξατο. [[πρόσθε]] γὰρ [[νώνυμνος]] βρέχετο πολλᾷ νιφάδι (byz.: [[νώνυμος]], νώνυμον codd.: νώνυμνον Turyn) (O. 10.51) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=νώνυμ(ν)ος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ανώνυμος]], [[αφανής]], [[άσημος]] («γενεήν γε θεοὶ νώνυμον [[ὀπίσσω]] θῆκαν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει όνομα, [[ανώνυμος]]<br /><b>3.</b> αυτός που αγνοεί το όνομα κάποιου («[[οὐδέ]] τις ἔσται τῆς λυρικῆς Σαπφοῡς [[νώνυμος]] [[ἠέλιος]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[νώνυμος]] <span style="color: red;"><</span> στερητ. [[πρόθημα]] <i>νη</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>όνυμα</i>, αιολ. τ. του <i>όνομα</i>), <b>πρβλ.</b> <i>αν</i>-<i>ώνυμος</i>. Ο τ. [[νώνυμνος]] [[είναι]] [[επικός]] και χρησιμοποιείται όταν για μετρικούς λόγους η παραλήγουσα [[πρέπει]] να [[είναι]] μακρά (<b>πρβλ.</b> [[δίδυμος]]— [[δίδυμνος]], <i>απάλαμος—[[απάλαμνος]]). Το -<i>ω</i>-τών τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως]. | |||
}} | }} |