Anonymous

ξενοδόκος: Difference between revisions

From LSJ
27
(6_23)
(27)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξενοδόκος''': Ἰων. καὶ Ἐπικ. ξεινοδόκος, ὁ, ὁ δεχόμενος ξένους, [[ξενιστής]], ἵν’ [[ὁμῶς]] τερπώμεθα πάντες, ξεινοδόκοι καὶ [[ξεῖνος]] Ὀδ. Θ. 543· [[ξεῖνος]] μιμνήσκεται ἥματα πάντα ἀνδρὸς ξεινοδόκου Ο. 55, πρβλ. Γ. 354, Ὀδ. Θ. 210. ΙΙ. [[μάρτυς]]., Σιμων. 84, ἴδε Ἡσύχ., ἐν λ. - Οἱ τύποι ξενοδόχος, -δοχέω, -δοχία, ἀποδοκιμάζονται ὑπὸ Θωμᾶ Μαγίστρου 640, πρβλ. Μοῖρ. 271, Λοβ. Φρύν. 307, καὶ ἴδε [[ξενηδόκος]].
|lstext='''ξενοδόκος''': Ἰων. καὶ Ἐπικ. ξεινοδόκος, ὁ, ὁ δεχόμενος ξένους, [[ξενιστής]], ἵν’ [[ὁμῶς]] τερπώμεθα πάντες, ξεινοδόκοι καὶ [[ξεῖνος]] Ὀδ. Θ. 543· [[ξεῖνος]] μιμνήσκεται ἥματα πάντα ἀνδρὸς ξεινοδόκου Ο. 55, πρβλ. Γ. 354, Ὀδ. Θ. 210. ΙΙ. [[μάρτυς]]., Σιμων. 84, ἴδε Ἡσύχ., ἐν λ. - Οἱ τύποι ξενοδόχος, -δοχέω, -δοχία, ἀποδοκιμάζονται ὑπὸ Θωμᾶ Μαγίστρου 640, πρβλ. Μοῖρ. 271, Λοβ. Φρύν. 307, καὶ ἴδε [[ξενηδόκος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ξενοδόκος]], ιων. και επικ. τ. [[ξεινοδόκος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δέχεται και περιποιείται τους ξένους<br /><b>2.</b> [[μάρτυρας]] σε [[δίκη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] / [[ξεῖνος]] <span style="color: red;">+</span> -[[δόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>μηλο</i>-[[δόκος]].
}}
}}