Anonymous

Νύσιος: Difference between revisions

From LSJ
27
(Bailly1_3)
 
(27)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />de Nysa.<br />'''Étymologie:''' v. [[Νυσήϊος]].
|btext=α, ον :<br />de Nysa.<br />'''Étymologie:''' v. [[Νυσήϊος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[Νύσιος]], -ία, -ον (Α) [[Νύσα]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Νύσα, [[πόλη]] ή [[τόπο]] αφιερωμένο στον Διόνυσο<br /><b>2.</b> (το αρσ. ως προσηγορικό) <i>ὁ [[νύσιος]]<br />το [[φυτό]] [[κισσός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «Νυσίαι νύμφαι» — οι [[Νυσηίδες]].
}}
}}