Anonymous

ξίφος: Difference between revisions

From LSJ
3,392 bytes added ,  29 September 2017
27
(eksahir)
(27)
Line 27: Line 27:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[espada]]
|esgtx=[[espada]]
}}
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ [[ξίφος]], Α δωρ. και αιολ. τ. [[σκίφος]]) φορητό αγχέμαχο όπλο που αποτελείται από μεταλλική [[λεπίδα]] με ποικίλες διαστάσεις ως [[προς]] το [[μήκος]] και το [[πλάτος]] της, [[καθώς]] και με διαφορετική [[διαμόρφωση]] ως [[προς]] το [[σχήμα]] της και η οποία στη [[βάση]] της φέρει [[λαβή]] με προστατευτικό [[συνήθως]] [[κάλυμμα]], το [[σπαθί]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εξουσία]] ζωής ή θανάτου<br /><b>2.</b> το ξιφοειδές [[οστό]], κν. το [[ραχοκόκαλο]], μερικών ψαριών<br /><b>3.</b> ο [[ξιφίας]]<br /><b>4.</b> [[είδος]] φυτού<br /><b>5.</b> (ο τ. [[σκίφος]]) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> το [[αιδοίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ., όπως και [[πολλά]] άλλα ονόματα όπλων. Η [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για δάνεια λ. από το αιγυπτιακό <i>s</i><i>ē</i><i>fet</i> δεν μπορεί να στηριχθεί, λόγω της παρουσίας αρκτικού χειλοϋπερωικού φθόγγου (<i>k</i><sup>w</sup>-, παριστανόμενου ως <i>q</i>- στη συλλαβογρ. μυκηναϊκή [[γραφή]] στο μυκην. <i>qisipee</i>, δυϊκό αριθμό του [[ξίφος]]. Ο [[αρκτικός]] [[φθόγγος]] του μυκην. τ. στη [[συνέχεια]] έχασε τον χειλοϋπερωικό του χαρακτήρα ανομοιωτικά [[προς]] το χειλικό [[σύμφωνο]] της δεύτερης συλλαβής και σχηματίστηκε ο τ. [[ξίφος]] με ουρανικό (<i>κ</i>-) [[σύμφωνο]]. Σε ό,τι αφορά την ετυμολογική [[προέλευση]] της λ. έχει προταθεί η [[σύνδεση]] της με οσσετικό <i>axsirf</i> «[[δρεπάνι]]» και η [[αναγωγή]] τών τ. σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>qsibhro</i>-. Ο τ. [[σκίφος]], [[τέλος]], [[είναι]] [[διαλεκτικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ξιφίας]], [[ξιφίδιο]](<i>ν</i>), <i>ξίφιο</i>(<i>ν</i>), [[ξιφιός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ξιφήν]], [[ξιφίζω]], [[ξιφύδριον]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ξιφίνδα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ξιφάρι]], [[ξιφίδα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[ξιφασκία]], [[ξιφήρης]], [[ξιφοδρέπανο]](<i>ν</i>), [[ξιφοειδής]], [[ξιφοθήκη]], [[ξιφομάχαιρα]], [[ξιφοποιός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ξιφηφόρος]], [[ξιφοδήλητος]], [[ξιφοκτόνος]], [[ξιφουλκός]], [[ξιφουργός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ξιφοδότης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ξιφοδιδάσκαλος]], [[ξιφολόγχη]], [[ξιφοφόρος]]. (Β συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[άξιφος]], [[χρυσόξιφος]].
}}
}}