Anonymous

νευρότρωτος: Difference between revisions

From LSJ
27
(6_18)
(27)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νευρότρωτος''': -ον, ὁ τετρωμένος κατὰ τὰ [[νεῦρα]] ἢ τοὺς τένοντας, Γαλην. 13. 344.
|lstext='''νευρότρωτος''': -ον, ὁ τετρωμένος κατὰ τὰ [[νεῦρα]] ἢ τοὺς τένοντας, Γαλην. 13. 344.
}}
{{grml
|mltxt=[[νευρότρωτος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που τραυματίστηκε στα [[νεύρα]] ή στους τένοντες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεῦρον]] «[[τένοντας]]» <span style="color: red;">+</span> [[τρωτός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>τι</i>-<i>τρώ</i>-<i>σκω</i> «[[τραυματίζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>καρδιό</i>-<i>τρωτος</i>, <i>τενοντό</i>-<i>τρωτος</i>].
}}
}}