Anonymous

ξυλοπόδης: Difference between revisions

From LSJ
27
(6_15)
(27)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξῠλοπόδης''': ὁ, ὁ ἔχων ξυλίνους πόδας, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 212.
|lstext='''ξῠλοπόδης''': ὁ, ὁ ἔχων ξυλίνους πόδας, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 212.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ξυλοπόδης]])<br />αυτός που έχει ξύλινα πόδια, [[ξυλοπόδαρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξύλον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πόδης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>αιγο</i>-<i>πόδης</i>].
}}
}}