Anonymous

μυελώδης: Difference between revisions

From LSJ
26
(6_7)
(26)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μυελώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς [[μυελόν]], [[ὑγρότης]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 8, 2.
|lstext='''μυελώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς [[μυελόν]], [[ὑγρότης]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 8, 2.
}}
{{grml
|mltxt=-ες (ΑΜ [[μυελώδης]], -ῶδες) [[μυελός]]<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] όμοιος με τον μυελό ή αυτός που έχει τις ιδιότητες του μυελού<br /><b>2.</b> αυτός που αποτελείται από μυελό<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[απαλός]], [[τρυφερός]].
}}
}}