Anonymous

μύζω: Difference between revisions

From LSJ
2,176 bytes added ,  29 September 2017
26
(Bailly1_3)
(26)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> μύξω. ao. ἔμυξα, <i>pf. inus.</i><br />serrer les lèvres :<br /><b>1</b> grogner, gronder ; se murmurer à soi-même;<br /><b>2</b> sucer.<br />'''Étymologie:''' DELG onomatopée ; cf. [[μῦ]]².
|btext=<i>f.</i> μύξω. ao. ἔμυξα, <i>pf. inus.</i><br />serrer les lèvres :<br /><b>1</b> grogner, gronder ; se murmurer à soi-même;<br /><b>2</b> sucer.<br />'''Étymologie:''' DELG onomatopée ; cf. [[μῦ]]².
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />(ΑΜ [[μύζω]], Μ και [[μύσσω]])<br />[[βογγώ]] θλιβερά, [[στενάζω]] από τη [[θλίψη]] («μύζουσιν οἰκτισμὸν πολὺν ὑπὸ ῥάχιν παγένιες», <b>Αισχύλ.</b>)<br />(μσν. -αρχ.) [[μυκτηρίζω]], [[χλευάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παράγω]] ήχο με τη [[μύτη]] έχοντας κλειστό το [[στόμα]], [[μουγκρίζω]]<br /><b>2.</b> [[μουρμουρίζω]] από [[δυσαρέσκεια]], [[παραπονούμαι]], [[γκρινιάζω]]<br /><b>3.</b> (για τα [[σπλάγχνα]]) [[γουργουρίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>mu</i>-<i>g</i>-, παρεκτεταμένη [[μορφή]] της αρχικής ρίζας <i>m</i><i>ū</i>- «ηχομίμηση του υπόκωφου ήχου που προκαλείται με [[κλειστά]] χείλη, του άναρθρου μουρμουρίσματος» (<b>πρβλ.</b> <i>μῦ</i>, [[μύζω]] Ι) και συνδέεται με το χεττιτ. <i>mug</i><i>ā</i><i>izzi</i> «[[ικετεύω]]», λατ. <i>m</i><i>ū</i><i>gi</i><i>ō</i> «[[μουγκρίζω]]», αρχ. άνω γερμ. <i>muckazzen</i> «[[μουρμουρίζω]], [[μεμψιμοιρώ]]» και με τα [[μύσσομαι]], [[μυκάομαι]], <i>μύω</i>].———————— <b>(II)</b><br />[[μύζω]] (Α)<br />[[πίνω]] με [[κλειστά]] τα χείλη, ρουφώ, [[βυζαίνω]], [[πιπιλίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με το <i>μῦ</i>, [[άποψη]] που ενισχύεται από τη σημασιολογική συγγένειά τους λόγω της κοινής θέσης τών χειλέων [[κατά]] την [[εκφορά]] του επιφωνήματος και [[κατά]] την [[πράξη]] της εκμύζησης. Επίσης η λ. συνδέεται με το [[μύζω]] Ι].
}}
}}