Anonymous

μυόχοδος: Difference between revisions

From LSJ
26
(6_1)
(26)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μυόχοδος''': [[γέρων]], ὑβριστικὴ [[λέξις]] ὡς τὸ «κοπρίτης» νῦν, Μένανδρ. ἐν «Ραπιζομένῃ» 7.
|lstext='''μυόχοδος''': [[γέρων]], ὑβριστικὴ [[λέξις]] ὡς τὸ «κοπρίτης» νῦν, Μένανδρ. ἐν «Ραπιζομένῃ» 7.
}}
{{grml
|mltxt=[[μυόχοδος]], -ον (ΑΜ)<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[μυόχοδον]]<br />[[περίττωμα]] ποντικού, [[ποντικοκούραδο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «[[μυόχοδον]]<br />οὐδενὸς ἄξιον»<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[μυόχοδος]] [[γέρων]]» — λεγόταν υβριστικά για ανάξιο και τιποτένιο γέροντα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μῦς</i>, <i>μυός</i> «[[ποντικός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>χοδος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>χόδον</i> <span style="color: red;"><</span> [[χέζω]])].
}}
}}