Anonymous

μυλωθρικός: Difference between revisions

From LSJ
26
(Bailly1_3)
(26)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de meule <i>ou</i> de moulin.<br />'''Étymologie:''' [[μυλωθρός]].
|btext=ή, όν :<br />de meule <i>ou</i> de moulin.<br />'''Étymologie:''' [[μυλωθρός]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ὁ (Α [[μυλωθρικός]], -ή, -όν) [[μυλωθρός]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μυλωθρό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μυλωθρικόν</i><br />[[φόρος]] για το [[άλεσμα]].
}}
}}