Anonymous

μυρίζω: Difference between revisions

From LSJ
5,211 bytes added ,  29 September 2017
26
(T22)
(26)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=1st aorist infinitive μυρίσαι; ([[μύρον]]); from [[Herodotus]] [[down]]; to [[anoint]]: Mark 14:8.
|txtha=1st aorist infinitive μυρίσαι; ([[μύρον]]); from [[Herodotus]] [[down]]; to [[anoint]]: Mark 14:8.
}}
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[μυρίζω]] και Α ποιητ. τ. [[σμυρίζω]]) [[μύρον]]<br />[[αλείφω]] κάποιον ή [[κάτι]] με [[μύρο]] (α. «μύρισαν το [[μωρό]]» β. «προέλαβε μυρίσαι μου τὸ [[σώμα]] εἰς τὸν ἐνταφιασμόν», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> α) [[φανερώνω]] την προέλευσή μου, την [[καταγωγή]] μου<br />β) [[καθιστώ]] [[κάτι]] φανερό, [[πιστοποιώ]], [[αποδεικνύω]] («πόθο κι [[ερωτιά]] μυρίζεις», Πάστ. φίδ.)<br />γ) [[γίνομαι]] [[αντιληπτός]]<br />δ) [[δίνω]] [[χαρά]], [[ανακουφίζω]] («όταν τή δω, μυρίζει την [[καρδιά]] μου»)<br /><b>2.</b> <b>(τριτοπρόσ.)</b> <i>μυρίζει</i><br />α) αναδίδεται, διαχέεται ευχάριστη ή δυσάρεστη [[οσμή]] (α. «μυρίζει ωραία στο [[δωμάτιο]]» β. «μυρίζει καρβουνίλας»)<br />β) (με γεν. προσ.) [[επιθυμώ]] ή [[επιδιώκω]] [[κάτι]] επωφελές ή ευχάριστο για τον εαυτό μου («[[παλαμίδα]] μού μυρίζει»)<br /><b>3.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ.) [[μυρισμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) αυτός που [[είναι]] [[αρωματικός]]<br />β) (για τρόφιμα) αυτός που έχει βρομήσει λόγω της αποσυνθέσεως που έχει υποστεί<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «μυρίζει [[μπαρούτι]]» — επίκειται [[κίνδυνος]] ή [[σύγκρουση]]<br />β) «ο [[ένας]] (ή η μία) της (ή του) βρομά κι ο [[άλλος]] (ή η [[άλλη]]) της (ή του) μυρίζει» — λέγεται για πολύ δύστροπο άνθρωπο<br />γ) «[[κάτι]] άσχημο μού μυρίζει» — [[κάτι]] δεν [[πάει]] καλά, [[κάτι]] ύποπτο υπάρχει<br />δ) «δέν μύρισα τα δάκτυλά μου» — δεν είχα τα απαραίτητα δεδομένα για να προβλέψω τί θα συμβεί<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> «[[πέρυσι]] κάηκε και [[φέτος]] μύρισε» — λέγεται για ένα [[γεγονός]] που γίνεται γνωστό με [[καθυστέρηση]] ή στην [[περίπτωση]] που [[κάποιος]] σχολιάζει ή επικρίνει ένα [[περιστατικό]] καθυστερημένα<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>)<br /><b>1.</b> [[αναδίδω]] ευχάριστη [[οσμή]], μοσχοβολάω, [[ευωδιάζω]] («μύρισε ο [[τόπος]] από τις ανθισμένες λεμονιές»)<br /><b>2.</b> [[εκπέμπω]] δυσάρεστη [[οσμή]], βρομάω («το [[κρέας]], αν μείνει έξω από το [[ψυγείο]], θα μυρίσει»)<br /><b>3.</b> [[απολαμβάνω]] τη [[μυρωδιά]], την ευωδιά που αναδίδει [[κάτι]] (α. «[[μυρίζω]] τα ευωδιαστά λουλούδια» β. «[[σκύβω]] στα [[άνθη]] και [[μυρίζω]]»)<br /><b>4.</b> [[κάνω]] κάποιον ή [[κάτι]] να ευωδιάζει, [[ραίνω]] [[κάτι]] με [[άρωμα]]<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> <i>μυρίζομαι</i><br />α) [[οσμίζομαι]], [[οσφραίνομαι]] την [[οσμή]] που αναδίδεται από [[κάπου]], [[αισθάνομαι]] τη [[μυρωδιά]] κάποιου («ο [[σκύλος]] μέ μυρίστηκε που γύρισα»)<br />β) <b>μτφ.</b> [[αντιλαμβάνομαι]] [[κάτι]] από [[ένστικτο]], [[προαισθάνομαι]], [[υποψιάζομαι]] (α. «έχει μια [[ικανότητα]] να μυρίζεται από [[μακριά]] τον κίνδυνο» β. «μυρίστηκα ότι θα υπάρχει [[πτώση]] στο [[χρηματιστήριο]] και απέσυρα έγκαιρα τις μετοχές μου»)<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> [[εκπέμπω]], [[αναδίδω]] την [[ευωδία]] της αρετής, της καλοσύνης ή της ευγένειας που έχω («εμυρίστηκεν ο Θεός την ταπείνωσίν μου», Ροδιν.)<br /><b>7.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ.) α) ευωδιαστός, [[αρωματικός]], [[μυρωδάτος]]<br />β) αυτός που έχει χαρακτηριστική [[μυρωδιά]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για [[σκήνωμα]] αγίου) [[αναβλύζω]] [[μύρο]]<br /><b>2.</b> (για τον Θεό) [[αναγνωρίζω]] ή [[αποδέχομαι]] κάποιον ή [[κάτι]] ή ικανοποιούμαι με [[κάτι]]<br />(μσν. -αρχ.) [[μεταδίδω]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] την ευωδιά μου, [[καθιστώ]] [[κάτι]] ευώδες.
}}
}}