3,276,318
edits
(Bailly1_4) |
(29) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ότριχος (ὁ, ἡ)<br />aux cheveux bouclés, crépus.<br />'''Étymologie:''' [[οὖλος]]², [[θρίξ]]. | |btext=ότριχος (ὁ, ἡ)<br />aux cheveux bouclés, crépus.<br />'''Étymologie:''' [[οὖλος]]², [[θρίξ]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, η και [[ουλότριχος]], -η, -ο (ΑΜ [[οὐλόθριξ]], -τριχος, ὁ, ἡ και [[οὐλότριχος]], -ον)<br />αυτός που έχει κατσαρές [[τρίχες]], [[σγουρομάλλης]], [[κατσαρομάλλης]] («Αἰθίοπες δὲ καὶ οἱ ἐν τοῑς θερμοῑς οὐλότριχες», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <b>βοτ.</b> [[γένος]] φυκών τών θαλάσσιων και γλυκών υδάτων του οποίου τα κύτταρα, στα περισσότερα είδη, [[είναι]] ικανά να σχηματίσουν αναπαραγωγικά στοιχεία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οὖλος]] (ΙΙ) «[[σγουρός]]» <span style="color: red;">+</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>χρυσό</i>-[[θριξ]])]. | |||
}} | }} |