Anonymous

ὀρεστιάς: Difference between revisions

From LSJ
29
(Autenrieth)
(29)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=άδος: [[mountain]]-[[nymph]], pl., Il. 6.420†.
|auten=άδος: [[mountain]]-[[nymph]], pl., Il. 6.420†.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀρεστιάς]], -[[άδος]], ἡ (Α)<br />αυτή που ανήκει στα όρη («νύμφαι ὀρεστιάδες» — οι Ορειάδες, δηλ. οι Νύμφες που κατοικούσαν στα όρη και τά προστάτευαν, <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀρέστης]] «αυτός που διαμένει στα όρη» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i>, -[[άδος]]. Ο τ. <i>ὀρεστ</i>-<i>ι</i>-<i>άς</i> για μετρικούς λόγους, [[αντί]] του ανεμενόμενου <i>ὀρεστάς</i>].
}}
}}