Anonymous

μυελοτρεφής: Difference between revisions

From LSJ
26
(6_8)
(26)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μυελοτρεφής''': -ές, τεθραμμένος διὰ μυελοῦ, Τιμόθ. 11.
|lstext='''μυελοτρεφής''': -ές, τεθραμμένος διὰ μυελοῦ, Τιμόθ. 11.
}}
{{grml
|mltxt=[[μυελοτρεφής]], -ές (Α)<br />αυτός που τρέφεται ή έχει τραφεί με μυελό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μυελός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τρεφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), <b>πρβλ.</b> <i>μηρο</i>-<i>τρεφής</i>].
}}
}}