Anonymous

μυρμηκώεις: Difference between revisions

From LSJ
26
(6_8)
(26)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μυρμηκώεις''': εσσα, εν, διαφ. γραφ. ἀντὶ [[μυρμηκώδης]] παρὰ Μαρκ. Σιδ., ἴδε [[μυρμηκώδης]].
|lstext='''μυρμηκώεις''': εσσα, εν, διαφ. γραφ. ἀντὶ [[μυρμηκώδης]] παρὰ Μαρκ. Σιδ., ἴδε [[μυρμηκώδης]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μυρμηκώεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] από μυρμηκιές, δηλ. σαρκώδεις εκφύσεις του δέρματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρμηξ]], -<i>ηκος</i> «[[μυρμήγκι]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i> με [[έκταση]] του -<i>ο</i>- σε -<i>ω</i>- για μετρικούς λόγους (<b>πρβλ.</b> <i>μελισσ</i>-<i>όεις</i>)].
}}
}}