3,273,735
edits
(eksahir) |
(26) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[místico]], [[relativo a los misterios]], [[secreto]], [[de un modo místico]], [[ de un modo secreto]] | |esgtx=[[místico]], [[relativo a los misterios]], [[secreto]], [[de un modo místico]], [[ de un modo secreto]] | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ὁ (ΑΜ [[μυστικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που υπάρχει ή γίνεται [[κρυφά]], ο μη [[φανερός]], [[απόρρητος]], [[απόκρυφος]] («μυστική [[ψηφοφορία]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που σχετίζεται με τα μυστήρια («μυστικὸς [[Ἴακχος]]» — το μυστηριώδες [[άσμα]] του Ιάκχου, <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στον θρησκευτικό μυστικισμό, [[μυστικιστικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που αποκρύπτει τις σκέψεις ή τις ενέργειές του, [[κρυψίνους]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>βλ.</b> [[μυστικό]]<br /><b>4.</b> (το αρσ. ως ουσ. <i>ο [[μυστικός]]<br />[[οπαδός]] του θρησκευτικού μυστικισμού, [[μυστικιστής]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μυστικός]] [[πράκτορας]]» — [[κατάσκοπος]] ξένης δύναμης<br />β) «[[μυστικός]] [[αστυνομικός]]» ή, [[απλώς]], «[[μυστικός]]» — [[αστυνομικός]] με [[πολιτική]] [[περιβολή]] [[κατά]] την [[εκτέλεση]] της υπηρεσίας του για να μην αναγνωρίζεται<br />γ) «μυστικές εταιρείες» — ενώσεις προσώπων τα οποία επιδιώκουν εθνικούς, πολιτικούς, θρησκευτικούς, κοινωνικούς ή οικονομικούς σκοπούς, τών οποίων τόσο η [[οργάνωση]] όσο και η [[δραστηριότητα]] τηρούνται κρυφές<br />δ) «[[μυστικός]] [[δείπνος]]» — ο [[τελευταίος]] [[πριν]] από τη [[σταύρωση]] [[δείπνος]] του Ιησού Χριστού με τους αποστόλους, ο [[οποίος]] χαρακτηρίζεται [[μυστικός]] [[γιατί]] με αυτόν ιδρύθηκε το [[μυστήριο]] της θείας Ευχαριστίας<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>) αυτός που κρατά κρυφό ό,τι μαθαίνει ή ό,τι του εμπιστεύεται [[κάποιος]], [[εχέμυθος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[δόλιος]], [[πανούργος]]<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> [[μυστικοσύμβουλος]]<br /><b>3.</b> [[έμπιστος]]<br /><b>4.</b> (για το [[σώμα]] του Χριστού [[κατά]] τη [[θεία]] Ευχαριστία) αυτός που λαμβάνεται δια μέσου μυστηρίου<br /><b>5.</b> (για [[αρρώστια]]) αυτή που δεν [[είναι]] [[εμφανής]], δεν διακρίνεται από σωματικά γνωρίσματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[τέχνη]]) αυτή που απαιτεί [[διδασκαλία]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ μυστικοί</i><br />οι μύστες<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ [[μυστικά]]<br />τα μυστήρια<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «χοιρία [[μυστικά]]» — ισχνά χοιρίδια τα οποία συνήθιζαν να προσφέρουν οι μύστες. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[μυστικώς]] και -<i>ά</i> (ΑΜ μυστικῶς, Μ και [[μυστικά]])<br />με [[μυστικότητα]], [[κρυφά]] («τὰς ίεροποιΐας... ποιεῑσθαι... τὰς μὲν μυστικῶς, τὰς δὲ ἐν φανερῷ», <b>Στράβ.</b>)<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>) εμπιστευτικά, ιδιαιτέρως<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> πνευματικά, [[νοερά]]<br /><b>2.</b> με προφητική [[ικανότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />με τρόπο που αναφέρεται ή αρμόζει στα μυστήρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύστης]]. Τη λ. δανείστηκαν οι ευρωπαϊκές γλώσσες με την [[ίδια]] [[σημασία]] (<b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>mystique</i>, αγγλ. γερμ. <i>mystiscti</i>)]. | |||
}} | }} |